- επαγωγικως
- ἐπαγωγικῶςἐπ-ᾰγωγικῶςлог. методом индукции, индуктивно
(βεβαιοῦσθαι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βεβαιοῦσθαι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπαγωγικῶς — ἐπαγωγικός inductive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακτικός — ἐπακτικός, ή, όν (Α) [επάγω] 1. επαγωγικός, ο αναφερόμενος στην επαγωγή ή αυτός που γίνεται με επαγωγή 2. αυτός που διεγείρει, που παρακινεί ή που συμβάλλει, που συντελεί σε κάτι 3. ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, ευχάριστος. επίρρ...… … Dictionary of Greek